- αληθορκώ
- ἀληθορκῶ (-έω) (Α)ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -ορκῶ (-έω) (< ὅρκος)αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ (-έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ (-έω) < ψεύδορκος].
Dictionary of Greek. 2013.